ποικιλοφόρμιγξ

ποικιλοφόρμιγξ
ποικῐλοφόρμιγξ
1 with varied tones of the lyre

ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς O. 4.2


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο φόρμιγξ)] …   Dictionary of Greek

  • ποικιλοφορμίγγων — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοφόρμιγγα — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλοφόρμιγγος — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”