- ποικιλοφόρμιγξ
- ποικῐλοφόρμιγξ1 with varied tones of the lyre
ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς O. 4.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑπὸ ποικιλοφόρμιγγος ἀοιδᾶς O. 4.2
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποικιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που συνοδεύεται από φόρμιγγα η οποία παράγει ποικίλους φθόγγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + φόρμιγξ (πρβλ. χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek
ποικιλοφορμίγγων — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοφόρμιγγα — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλοφόρμιγγος — ποικιλοφόρμιγξ accompanied by the various notes of the lyre masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek